Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωπόθυμος
View word page
ἀνθρωπογναφεῖον
a place for fulling men

ShortDef

a place for fulling men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπογναφεῖον
Headword (normalized):
ἀνθρωπογναφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπογναφειον
IDX:
7694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7695
Key:

Data

{'content': 'a place for fulling men'}