Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
View word page
πρωϊκαρπία
fruiting early
ShortDef
fruiting early
Debugging
Headword:
πρωϊκαρπία
Headword (normalized):
πρωϊκαρπία
Headword (normalized/stripped):
πρωικαρπια
IDX:
76948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76949
Key:
Data
{'content': 'fruiting early'}