Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
Πρωθώ
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
View word page
πρωϊβλαστία
early budding

ShortDef

early budding

Debugging

Headword:
πρωϊβλαστία
Headword (normalized):
πρωϊβλαστία
Headword (normalized/stripped):
πρωιβλαστια
IDX:
76943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76944
Key:

Data

{'content': 'early budding'}