Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
Πρωθώ
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
View word page
πρωϊβλαστής
budding
ShortDef
budding
Debugging
Headword:
πρωϊβλαστής
Headword (normalized):
πρωϊβλαστής
Headword (normalized/stripped):
πρωιβλαστης
IDX:
76942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76943
Key:
Data
{'content': 'budding'}