Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
View word page
ἀνθρωπόγλωσσος
speaking man's language

ShortDef

speaking man's language

Debugging

Headword:
ἀνθρωπόγλωσσος
Headword (normalized):
ἀνθρωπόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπογλωσσος
IDX:
7693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7694
Key:

Data

{'content': "speaking man's language"}