Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρυτάνευμα
πρυτανεύς
πρυτανεύω
πρυτανικός
πρύτανις
Πρύτανις
πρυτανῖτις
πρώην
πρῳηρότης
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
Πρωθώ
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
View word page
πρωθήβης
in the prime of youth

ShortDef

in the prime of youth

Debugging

Headword:
πρωθήβης
Headword (normalized):
πρωθήβης
Headword (normalized/stripped):
πρωθηβης
IDX:
76933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76934
Key:

Data

{'content': 'in the prime of youth'}