Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτάνειος
πρυτάνευμα
πρυτανεύς
πρυτανεύω
πρυτανικός
πρύτανις
Πρύτανις
πρυτανῖτις
πρώην
πρῳηρότης
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
Πρωθώ
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
View word page
πρώην
lately, just now
ShortDef
lately, just now
Debugging
Headword:
πρώην
Headword (normalized):
πρώην
Headword (normalized/stripped):
πρωην
IDX:
76930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76931
Key:
Data
{'content': 'lately, just now'}