Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
View word page
ἀνθρωποβόρος
maneating

ShortDef

maneating

Debugging

Headword:
ἀνθρωποβόρος
Headword (normalized):
ἀνθρωποβόρος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποβορος
IDX:
7692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7693
Key:

Data

{'content': 'maneating'}