Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρυμνώ
πρυμνώρεια
πρυμνωρείη
πρυτανάρχης
πρυτανεία
Πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτάνειος
πρυτάνευμα
πρυτανεύς
πρυτανεύω
πρυτανικός
πρύτανις
Πρύτανις
πρυτανῖτις
πρώην
πρῳηρότης
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
View word page
πρυτανεύω
to hold the presidency

ShortDef

to hold the presidency

Debugging

Headword:
πρυτανεύω
Headword (normalized):
πρυτανεύω
Headword (normalized/stripped):
πρυτανευω
IDX:
76925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76926
Key:

Data

{'content': 'to hold the presidency'}