Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
View word page
ἀνθρωποβορία
cannibalism
ShortDef
cannibalism
Debugging
Headword:
ἀνθρωποβορία
Headword (normalized):
ἀνθρωποβορία
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποβορια
IDX:
7691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7692
Key:
Data
{'content': 'cannibalism'}