Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
Πρυμνώ
πρυμνώρεια
πρυμνωρείη
πρυτανάρχης
πρυτανεία
Πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτάνειος
πρυτάνευμα
πρυτανεύς
View word page
πρυμνοῦχος
holding the ship's stern

ShortDef

holding the ship's stern

Debugging

Headword:
πρυμνοῦχος
Headword (normalized):
πρυμνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πρυμνουχος
IDX:
76914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76915
Key:

Data

{'content': "holding the ship's stern"}