Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
Πρυμνώ
πρυμνώρεια
πρυμνωρείη
πρυτανάρχης
πρυτανεία
View word page
πρυμνήτης
the steersman

ShortDef

the steersman

Debugging

Headword:
πρυμνήτης
Headword (normalized):
πρυμνήτης
Headword (normalized/stripped):
πρυμνητης
IDX:
76909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76910
Key:

Data

{'content': 'the steersman'}