Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
Πρυμνώ
πρυμνώρεια
πρυμνωρείη
View word page
πρυμνήσιος
of/for the stern

ShortDef

of/for the stern

Debugging

Headword:
πρυμνήσιος
Headword (normalized):
πρυμνήσιος
Headword (normalized/stripped):
πρυμνησιος
IDX:
76907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76908
Key:

Data

{'content': 'of/for the stern'}