Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
Πρυμνώ
πρυμνώρεια
View word page
πρυμνήσια
stern
ShortDef
stern
Debugging
Headword:
πρυμνήσια
Headword (normalized):
πρυμνήσια
Headword (normalized/stripped):
πρυμνησια
IDX:
76906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76907
Key:
Data
{'content': 'stern'}