Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
Πρυμνώ
View word page
πρύμνηθεν
from the stern

ShortDef

from the stern

Debugging

Headword:
πρύμνηθεν
Headword (normalized):
πρύμνηθεν
Headword (normalized/stripped):
πρυμνηθεν
IDX:
76905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76906
Key:

Data

{'content': 'from the stern'}