Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
View word page
πρύμνη
stern
ShortDef
stern
Debugging
Headword:
πρύμνη
Headword (normalized):
πρύμνη
Headword (normalized/stripped):
πρυμνη
IDX:
76904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76905
Key:
Data
{'content': 'stern'}