Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
View word page
πρυμνεύς
steersman

ShortDef

Prymneus
steersman

Debugging

Headword:
πρυμνεύς
Headword (normalized):
πρυμνεύς
Headword (normalized/stripped):
πρυμνευς
IDX:
76903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76904
Key:

Data

{'content': 'steersman'}