Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προώστης
προωστικός
προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
πρυμνήσιος
Πρυμνησσός
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
View word page
πρυμναῖος
of a ship-stern

ShortDef

of a ship-stern

Debugging

Headword:
πρυμναῖος
Headword (normalized):
πρυμναῖος
Headword (normalized/stripped):
πρυμναιος
IDX:
76901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76902
Key:

Data

{'content': 'of a ship-stern'}