Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προώνυμος
προώριος
πρόωρος
πρόωσις
προωσμός
προώστης
προωστικός
προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρυμνά
πρύμνα
πρύμναδε
πρυμναῖος
Πρυμνεύς
πρυμνεύς
πρύμνη
πρύμνηθεν
πρυμνήσια
View word page
πρυλεύσεις
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πρυλεύσεις
Headword (normalized):
πρυλεύσεις
Headword (normalized/stripped):
πρυλευσεις
IDX:
76896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76897
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}