Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
View word page
ἀνθρωπισμός
humanity

ShortDef

humanity

Debugging

Headword:
ἀνθρωπισμός
Headword (normalized):
ἀνθρωπισμός
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπισμος
IDX:
7688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7689
Key:

Data

{'content': 'humanity'}