Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
προωνέομαι
προωνύμιον
προώνυμος
προώριος
πρόωρος
πρόωσις
προωσμός
προώστης
View word page
προωθέω
to push forward, push

ShortDef

to push forward, push

Debugging

Headword:
προωθέω
Headword (normalized):
προωθέω
Headword (normalized/stripped):
προωθεω
IDX:
76881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76882
Key:

Data

{'content': 'to push forward, push'}