Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
προωνέομαι
προωνύμιον
προώνυμος
View word page
προψύχω
cool before
ShortDef
cool before
Debugging
Headword:
προψύχω
Headword (normalized):
προψύχω
Headword (normalized/stripped):
προψυχω
IDX:
76876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76877
Key:
Data
{'content': 'cool before'}