Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
προωνέομαι
View word page
προψηφίζομαι
decree before

ShortDef

decree before

Debugging

Headword:
προψηφίζομαι
Headword (normalized):
προψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προψηφιζομαι
IDX:
76874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76875
Key:

Data

{'content': 'decree before'}