Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
View word page
προψηνίζω
inoculate figs beforehand

ShortDef

inoculate figs beforehand

Debugging

Headword:
προψηνίζω
Headword (normalized):
προψηνίζω
Headword (normalized/stripped):
προψηνιζω
IDX:
76873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76874
Key:

Data

{'content': 'inoculate figs beforehand'}