Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
View word page
πρόψαλμα
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρόψαλμα
Headword (normalized):
πρόψαλμα
Headword (normalized/stripped):
προψαλμα
IDX:
76870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76871
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}