Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
View word page
προψαλάσσω
assail

ShortDef

assail

Debugging

Headword:
προψαλάσσω
Headword (normalized):
προψαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προψαλασσω
IDX:
76869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76870
Key:

Data

{'content': 'assail'}