Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
View word page
προχωρητέον
one must advance

ShortDef

one must advance

Debugging

Headword:
προχωρητέον
Headword (normalized):
προχωρητέον
Headword (normalized/stripped):
προχωρητεον
IDX:
76866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76867
Key:

Data

{'content': 'one must advance'}