Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
View word page
προχώρημα
excrement
ShortDef
excrement
Debugging
Headword:
προχώρημα
Headword (normalized):
προχώρημα
Headword (normalized/stripped):
προχωρημα
IDX:
76864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76865
Key:
Data
{'content': 'excrement'}