Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
View word page
προχωρέω
to go forward, advance

ShortDef

to go forward, advance

Debugging

Headword:
προχωρέω
Headword (normalized):
προχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προχωρεω
IDX:
76863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76864
Key:

Data

{'content': 'to go forward, advance'}