Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
View word page
προχωνεύω
smelt before
ShortDef
smelt before
Debugging
Headword:
προχωνεύω
Headword (normalized):
προχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
προχωνευω
IDX:
76861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76862
Key:
Data
{'content': 'smelt before'}