Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
View word page
ἀνθρώπινος
belonging to mankind; human
ShortDef
belonging to mankind; human
Debugging
Headword:
ἀνθρώπινος
Headword (normalized):
ἀνθρώπινος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπινος
IDX:
7685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7686
Key:
Data
{'content': 'belonging to mankind; human'}