Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
View word page
πρόχωλος
very lame

ShortDef

very lame

Debugging

Headword:
πρόχωλος
Headword (normalized):
πρόχωλος
Headword (normalized/stripped):
προχωλος
IDX:
76858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76859
Key:

Data

{'content': 'very lame'}