Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
View word page
πρόχυσις
a pouring out

ShortDef

a pouring out

Debugging

Headword:
πρόχυσις
Headword (normalized):
πρόχυσις
Headword (normalized/stripped):
προχυσις
IDX:
76851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76852
Key:

Data

{'content': 'a pouring out'}