Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχορηγέω
προχόω
προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
View word page
προχυλόω
emulsify first

ShortDef

emulsify first

Debugging

Headword:
προχυλόω
Headword (normalized):
προχυλόω
Headword (normalized/stripped):
προχυλοω
IDX:
76849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76850
Key:

Data

{'content': 'emulsify first'}