Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχορεύω
προχορηγέω
προχόω
προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
View word page
πρόχρονος
of former time
ShortDef
of former time
Debugging
Headword:
πρόχρονος
Headword (normalized):
πρόχρονος
Headword (normalized/stripped):
προχρονος
IDX:
76848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76849
Key:
Data
{'content': 'of former time'}