Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχορηγέω
προχόω
προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
View word page
προχράω
lend, advance

ShortDef

lend, advance

Debugging

Headword:
προχράω
Headword (normalized):
προχράω
Headword (normalized/stripped):
προχραω
IDX:
76841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76842
Key:

Data

{'content': 'lend, advance'}