Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχορηγέω
προχόω
προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
View word page
πρόχοος
a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands

ShortDef

a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands

Debugging

Headword:
πρόχοος
Headword (normalized):
πρόχοος
Headword (normalized/stripped):
προχοος
IDX:
76837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76838
Key:

Data

{'content': 'a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands'}