Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχορηγέω
προχόω
προχράω
προχρεία
προχρηματίζω
πρόχρησις
προχριστέον
View word page
προχοΐδιον
chamberpot

ShortDef

chamberpot

Debugging

Headword:
προχοΐδιον
Headword (normalized):
προχοΐδιον
Headword (normalized/stripped):
προχοιδιον
IDX:
76835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76836
Key:

Data

{'content': 'chamberpot'}