Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχορηγέω
προχόω
View word page
προχλιαίνω
warm first
ShortDef
warm first
Debugging
Headword:
προχλιαίνω
Headword (normalized):
προχλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
προχλιαινω
IDX:
76830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76831
Key:
Data
{'content': 'warm first'}