Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
προχοΐς
View word page
προχέω
to pour forth

ShortDef

to pour forth

Debugging

Headword:
προχέω
Headword (normalized):
προχέω
Headword (normalized/stripped):
προχεω
IDX:
76826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76827
Key:

Data

{'content': 'to pour forth'}