Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐδιον
View word page
πρόχευμα
that which is poured forth, silt, deposit

ShortDef

that which is poured forth, silt, deposit

Debugging

Headword:
πρόχευμα
Headword (normalized):
πρόχευμα
Headword (normalized/stripped):
προχευμα
IDX:
76825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76826
Key:

Data

{'content': 'that which is poured forth, silt, deposit'}