Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνυ
προχόη
προχοή
View word page
προχειροφόρος
amanuensis
ShortDef
amanuensis
Debugging
Headword:
προχειροφόρος
Headword (normalized):
προχειροφόρος
Headword (normalized/stripped):
προχειροφορος
IDX:
76824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76825
Key:
Data
{'content': 'amanuensis'}