Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
View word page
προχειροτονέω
to choose
ShortDef
to choose
Debugging
Headword:
προχειροτονέω
Headword (normalized):
προχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
προχειροτονεω
IDX:
76821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76822
Key:
Data
{'content': 'to choose'}