Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
προχθές
προχθεσινός
View word page
προχειρόομαι
to be subdued before

ShortDef

to be subdued before

Debugging

Headword:
προχειρόομαι
Headword (normalized):
προχειρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προχειροομαι
IDX:
76818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76819
Key:

Data

{'content': 'to be subdued before'}