Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχέω
View word page
προχειριστέον
one must deal with, treat

ShortDef

one must deal with, treat

Debugging

Headword:
προχειριστέον
Headword (normalized):
προχειριστέον
Headword (normalized/stripped):
προχειριστεον
IDX:
76816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76817
Key:

Data

{'content': 'one must deal with, treat'}