Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
View word page
προχειρίζω
to put into the hand, have ready at hand
ShortDef
to put into the hand, have ready at hand
Debugging
Headword:
προχειρίζω
Headword (normalized):
προχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
προχειριζω
IDX:
76812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76813
Key:
Data
{'content': 'to put into the hand, have ready at hand'}