Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προχαίρω
προχαλάω
προχαλκεύω
προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
View word page
προχειμάζω
to be stormy before

ShortDef

to be stormy before

Debugging

Headword:
προχειμάζω
Headword (normalized):
προχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
προχειμαζω
IDX:
76809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76810
Key:

Data

{'content': 'to be stormy before'}