Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
View word page
ἀγριόω
to make wild

ShortDef

to make wild

Debugging

Headword:
ἀγριόω
Headword (normalized):
ἀγριόω
Headword (normalized/stripped):
αγριοω
IDX:
767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-768
Key:

Data

{'content': 'to make wild'}