Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
προχαίρω
προχαλάω
προχαλκεύω
προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
View word page
προφυτεύω
to plant before
ShortDef
to plant before
Debugging
Headword:
προφυτεύω
Headword (normalized):
προφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προφυτευω
IDX:
76795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76796
Key:
Data
{'content': 'to plant before'}