Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
προχαίρω
προχαλάω
προχαλκεύω
προχάνη
View word page
προφυρητός
kneaded beforehand

ShortDef

kneaded beforehand

Debugging

Headword:
προφυρητός
Headword (normalized):
προφυρητός
Headword (normalized/stripped):
προφυρητος
IDX:
76792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76793
Key:

Data

{'content': 'kneaded beforehand'}